Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορείτορες — ὀρείτορες, οἱ (Α) βλ. ὀρείτωρ … Dictionary of Greek
ορείτωρ — ὀρείτωρ, ορος, ὁ (Α) 1. ορεινός, βουνήσιος, κάτοικος όρους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρείτορες, οἱ ἄγριοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει τού ὄρος* (ΙΙ) (πρβλ. ορει βάτης) + κατάλ. τωρ] … Dictionary of Greek